-
1 πρόσχημα
A that which is held before: hence,I that which is held before to cover, screen, cloak, τὸ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου π. Th.3.82; pretence, pretext,πατὴρ.. σοὶ π. ἀεί, ὡς ἐξ ἐμοῦ τέθνηκεν S. El. 525
;τοῦτο π. ποιούμενος Lys.6.37
; also π. τοῦ λόγου in the same sense, Hdt.4.167, cf. 6.133: c. gen., αὗται [αἱ πόλεις] π. ἦσαν τοῦ στόλου ib.44;Φίλιππος γίγνεται π. τοῦ πολέμου Plb.11.5.4
; τῷ τῆς τέχνης π. on the ground of.., D.5.6; π. ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀθήνας ἐλαύνει making a pretence or show of marching against Athens, Hdt.7.157: c. inf., π. ποιούμενοι τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης μὴ προδώσειν pretend that they will not.., Th.5.30;π. ἦν ἀμύνεσθαι Id.1.96
; also π. ποιεῖσθαι or ποιήσασθαί τι to put forward as a screen or disguise, Pl.Prt. 316d, 316e, cf. 317a: πρόσχημα, as acc. abs., by way of pretext, Hdt.9.87; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστή full of fair words and appearances, Pl.R. 495d.II ornament, τῆς Ἰωνίης π., of Miletus, Hdt.5.28, cf. Plb.3.15.3;τῆς Ἑλλάδος Str.10.2.3
, cf. 11.11.1, Plu.Alex.17; τὸ κλεινὸν Ἑλλάδος π. ἀγῶνος, of the Pythian games, S.El. 682; μετὰ προσχήματος ἀξίου τῆς πόλεως with a dignity, D.18.178; τὸ τοῦ γένους π. the nobility of his birth, OGI470.23 (i B.C./i A.D.); Ἀχιλλέα τιν' ἢ Νιόβην.., π. τῆς τραγῳδίας the pomp or show of tragedy, Ar.Ra. 913; Δαρείου τὸ π. his pomp, Arist.Mu. 398a12; of a person, π. ἑαυτῆς (sc. τῆς πόλεως) IG 12(7).395.17 ([place name] Amorgos).2 outward appearance of a wound, f.l. in Hp. Ulc.24; aspect, τῆς ὅλης θεουργίας διττόν ἐστι π., τὸ ἱερατικὸν τῶν θεῶν π., Iamb.Myst.4.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσχημα
См. также в других словарях:
πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην … Dictionary of Greek